γεφυρωτικά

γεφυρωτικά
τα
1) средства и материалы для постройки моста; 2) пошлина за проезд по мосту

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γεφυρωτικά" в других словарях:

  • γεφυρωτικά — τα τα υλικά και η δαπάνη που απαιτείται για την κατασκευή μιας γέφυρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεφυρωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεφύρωση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεφυρωτικά τα υλικά και τα έξοδα για την κατασκευή μιας γέφυρας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»